Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συβόσιον
Σύβοτα
συβριάζω
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
σύγγαμβρος
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
View word page
σύγγαμβρος
brother-in-law, pl. husbands of two sisters
ShortDef
brother-in-law, pl. husbands of two sisters
Debugging
Headword:
σύγγαμβρος
Headword (normalized):
σύγγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
συγγαμβρος
IDX:
82308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82309
Key:
Data
{'content': 'brother-in-law, pl. husbands of two sisters'}