Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντανορίδαι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποδοτέον
ἀνταποδοτικός
ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
View word page
ἀνταποδίδωμι
to give back, repay, tender in repayment
ShortDef
to give back, repay, tender in repayment
Debugging
Headword:
ἀνταποδίδωμι
Headword (normalized):
ἀνταποδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
ανταποδιδωμι
IDX:
8229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8230
Key:
Data
{'content': 'to give back, repay, tender in repayment'}