Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιαῖος
ἀγυιάτης
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυιοπλαστέω
ἄγυιος
Ἄγυλλα
Ἀγυλλαῖοι
ἀγυμνασία
View word page
ἀγρώτης
wild
ShortDef
wild
Debugging
Headword:
ἀγρώτης
Headword (normalized):
ἀγρώτης
Headword (normalized/stripped):
αγρωτης
IDX:
822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-823
Key:
Data
{'content': 'wild'}