Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλος
σύ
συάγρειος
συαγρεσία
συαγρευτής
συαγριόμορφος
σύαγρος
συαγρώδης
σύαινα
σῦαξ
View word page
στωμύλλω
to be talkative, to chatter, babble
ShortDef
to be talkative, to chatter, babble
Debugging
Headword:
στωμύλλω
Headword (normalized):
στωμύλλω
Headword (normalized/stripped):
στωμυλλω
IDX:
82281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82282
Key:
Data
{'content': 'to be talkative, to chatter, babble'}