Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλος
σύ
συάγρειος
συαγρεσία
συαγρευτής
συαγριόμορφος
σύαγρος
συαγρώδης
View word page
στωμυλία
wordiness
ShortDef
wordiness
Debugging
Headword:
στωμυλία
Headword (normalized):
στωμυλία
Headword (normalized/stripped):
στωμυλια
IDX:
82279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82280
Key:
Data
{'content': 'wordiness'}