Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλος
σύ
συάγρειος
συαγρεσία
View word page
στωϊκεύομαι
play the Stoic

ShortDef

play the Stoic

Debugging

Headword:
στωϊκεύομαι
Headword (normalized):
στωϊκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στωικευομαι
IDX:
82275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82276
Key:

Data

{'content': 'play the Stoic'}