Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλος
σύ
View word page
Στώαξ
one of the Porch
ShortDef
one of the Porch
Debugging
Headword:
Στώαξ
Headword (normalized):
στώαξ
Headword (normalized/stripped):
στωαξ
IDX:
82273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82274
Key:
Data
{'content': 'one of the Porch'}