Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
View word page
στῦψις
contraction, astringency

ShortDef

contraction, astringency

Debugging

Headword:
στῦψις
Headword (normalized):
στῦψις
Headword (normalized/stripped):
στυψις
IDX:
82271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82272
Key:

Data

{'content': 'contraction, astringency'}