Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
View word page
στύφος
gain

ShortDef

gain

Debugging

Headword:
στύφος
Headword (normalized):
στύφος
Headword (normalized/stripped):
στυφος
IDX:
82267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82268
Key:

Data

{'content': 'gain'}