Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
View word page
στυφός
astringent
ShortDef
astringent
Debugging
Headword:
στυφός
Headword (normalized):
στυφός
Headword (normalized/stripped):
στυφος
IDX:
82266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82267
Key:
Data
{'content': 'astringent'}