Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
View word page
στυφοκόπος
striking with a stick

ShortDef

striking with a stick

Debugging

Headword:
στυφοκόπος
Headword (normalized):
στυφοκόπος
Headword (normalized/stripped):
στυφοκοπος
IDX:
82265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82266
Key:

Data

{'content': 'striking with a stick'}