Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
στωΐδιον
View word page
στυφλάριος
rough, rocky

ShortDef

rough, rocky

Debugging

Headword:
στυφλάριος
Headword (normalized):
στυφλάριος
Headword (normalized/stripped):
στυφλαριος
IDX:
82264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82265
Key:

Data

{'content': 'rough, rocky'}