Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στῦψις
στύω
Στώαξ
View word page
στυφελός
hard, rough
ShortDef
hard, rough
Debugging
Headword:
στυφελός
Headword (normalized):
στυφελός
Headword (normalized/stripped):
στυφελος
IDX:
82263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82264
Key:
Data
{'content': 'hard, rough'}