Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
στυφώδης
View word page
στυτικός
causing priapism

ShortDef

causing priapism

Debugging

Headword:
στυτικός
Headword (normalized):
στυτικός
Headword (normalized/stripped):
στυτικος
IDX:
82260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82261
Key:

Data

{'content': 'causing priapism'}