Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
στύφω
View word page
στυριόω
guarantee

ShortDef

guarantee

Debugging

Headword:
στυριόω
Headword (normalized):
στυριόω
Headword (normalized/stripped):
στυριοω
IDX:
82259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82260
Key:

Data

{'content': 'guarantee'}