Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα
ἀντανίσωσις
ἀντανοίγω
ἀντανορίδαι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποδοτέον
ἀνταποδοτικός
ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
View word page
ἀνταπειλέω
threaten in turn

ShortDef

threaten in turn

Debugging

Headword:
ἀνταπειλέω
Headword (normalized):
ἀνταπειλέω
Headword (normalized/stripped):
ανταπειλεω
IDX:
8225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8226
Key:

Data

{'content': 'threaten in turn'}