Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
στυφότης
View word page
στύραξ2
the spike at the lower end of a spear-shaft
ShortDef
(m. and f.) storax (gum, gum tree)
the spike at the lower end of a spear-shaft
Debugging
Headword:
στύραξ2
Headword (normalized):
στύραξ
Headword (normalized/stripped):
στυραξ2
IDX:
82258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82259
Key:
Data
{'content': 'the spike at the lower end of a spear-shaft'}