Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
στύφος
View word page
στύραξ
(m. and f.) storax (gum, gum tree)

ShortDef

(m. and f.) storax (gum, gum tree)
the spike at the lower end of a spear-shaft

Debugging

Headword:
στύραξ
Headword (normalized):
στύραξ
Headword (normalized/stripped):
στυραξ
IDX:
82257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82258
Key:

Data

{'content': '(m. and f.) storax (gum, gum tree)'}