Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
στυφοκόπος
στυφός
View word page
στυράκινος
made of the wood of the tree

ShortDef

made of the wood of the tree

Debugging

Headword:
στυράκινος
Headword (normalized):
στυράκινος
Headword (normalized/stripped):
στυρακινος
IDX:
82256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82257
Key:

Data

{'content': 'made of the wood of the tree'}