Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφλάριος
View word page
στυρακᾶτον
styrax-wine

ShortDef

styrax-wine

Debugging

Headword:
στυρακᾶτον
Headword (normalized):
στυρακᾶτον
Headword (normalized/stripped):
στυρακατον
IDX:
82254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82255
Key:

Data

{'content': 'styrax-wine'}