Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
View word page
στυπτικός
astringent
ShortDef
astringent
Debugging
Headword:
στυπτικός
Headword (normalized):
στυπτικός
Headword (normalized/stripped):
στυπτικος
IDX:
82253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82254
Key:
Data
{'content': 'astringent'}