Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
στυφελιγμός
View word page
στυπτήριος
treated with alum

ShortDef

treated with alum

Debugging

Headword:
στυπτήριος
Headword (normalized):
στυπτήριος
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριος
IDX:
82251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82252
Key:

Data

{'content': 'treated with alum'}