Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
στυτικός
View word page
στυπτηρίζουσα
aqua qua alumen lavatur

ShortDef

aqua qua alumen lavatur

Debugging

Headword:
στυπτηρίζουσα
Headword (normalized):
στυπτηρίζουσα
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριζουσα
IDX:
82250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82251
Key:

Data

{'content': 'aqua qua alumen lavatur'}