Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
στυριόω
View word page
στυπτηριακόν
aluta

ShortDef

aluta

Debugging

Headword:
στυπτηριακόν
Headword (normalized):
στυπτηριακόν
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριακον
IDX:
82249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82250
Key:

Data

{'content': 'aluta'}