Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
στύραξ2
View word page
στυπτηρία
an astringent earth, alum

ShortDef

an astringent earth, alum

Debugging

Headword:
στυπτηρία
Headword (normalized):
στυπτηρία
Headword (normalized/stripped):
στυπτηρια
IDX:
82248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82249
Key:

Data

{'content': 'an astringent earth, alum'}