Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στύραξ
View word page
στυππειουργός
tow-worker
ShortDef
tow-worker
Debugging
Headword:
στυππειουργός
Headword (normalized):
στυππειουργός
Headword (normalized/stripped):
στυππειουργος
IDX:
82247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82248
Key:
Data
{'content': 'tow-worker'}