Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
View word page
στυππειοποιός
towmaker

ShortDef

towmaker

Debugging

Headword:
στυππειοποιός
Headword (normalized):
στυππειοποιός
Headword (normalized/stripped):
στυππειοποιος
IDX:
82245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82246
Key:

Data

{'content': 'towmaker'}