Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
View word page
στυππέϊνος
of tow
ShortDef
of tow
Debugging
Headword:
στυππέϊνος
Headword (normalized):
στυππέϊνος
Headword (normalized/stripped):
στυππεινος
IDX:
82243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82244
Key:
Data
{'content': 'of tow'}