Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
View word page
στύπος2
coarse fiber
ShortDef
stem, stump, block
coarse fiber
Debugging
Headword:
στύπος2
Headword (normalized):
στύπος
Headword (normalized/stripped):
στυπος2
IDX:
82242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82243
Key:
Data
{'content': 'coarse fiber'}