Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
στυπτηρία
στυπτηριακόν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
View word page
στύπος
stem, stump, block

ShortDef

stem, stump, block
coarse fiber

Debugging

Headword:
στύπος
Headword (normalized):
στύπος
Headword (normalized/stripped):
στυπος
IDX:
82241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82242
Key:

Data

{'content': 'stem, stump, block'}