Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
στυππειουργός
View word page
Στυμφάλιος
of Stymphalus

ShortDef

of Stymphalus

Debugging

Headword:
Στυμφάλιος
Headword (normalized):
στυμφάλιος
Headword (normalized/stripped):
στυμφαλιος
IDX:
82237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82238
Key:

Data

{'content': 'of Stymphalus'}