Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
στυππειοπώλης
View word page
στυμνός
solid
ShortDef
solid
Debugging
Headword:
στυμνός
Headword (normalized):
στυμνός
Headword (normalized/stripped):
στυμνος
IDX:
82236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82237
Key:
Data
{'content': 'solid'}