Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυππειοποιός
View word page
στῦμμα
astringent
ShortDef
astringent
Debugging
Headword:
στῦμμα
Headword (normalized):
στῦμμα
Headword (normalized/stripped):
στυμμα
IDX:
82235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82236
Key:
Data
{'content': 'astringent'}