Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος2
στυππέϊνος
στυππεῖον
View word page
στῦμα
priapism
ShortDef
priapism
Debugging
Headword:
στῦμα
Headword (normalized):
στῦμα
Headword (normalized/stripped):
στυμα
IDX:
82234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82235
Key:
Data
{'content': 'priapism'}