Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
στῦμμα
στυμνός
Στυμφάλιος
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
View word page
στύλωμα
prop, support

ShortDef

prop, support

Debugging

Headword:
στύλωμα
Headword (normalized):
στύλωμα
Headword (normalized/stripped):
στυλωμα
IDX:
82231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82232
Key:

Data

{'content': 'prop, support'}