Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στῦμα
View word page
στυλίτης
standing
ShortDef
standing
Debugging
Headword:
στυλίτης
Headword (normalized):
στυλίτης
Headword (normalized/stripped):
στυλιτης
IDX:
82224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82225
Key:
Data
{'content': 'standing'}