Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
View word page
στυλίς
a mast to carry a sail at the stern
ShortDef
a mast to carry a sail at the stern
Debugging
Headword:
στυλίς
Headword (normalized):
στυλίς
Headword (normalized/stripped):
στυλις
IDX:
82222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82223
Key:
Data
{'content': 'a mast to carry a sail at the stern'}