Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
View word page
στυγνόω
to make gloomy

ShortDef

to make gloomy

Debugging

Headword:
στυγνόω
Headword (normalized):
στυγνόω
Headword (normalized/stripped):
στυγνοω
IDX:
82218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82219
Key:

Data

{'content': 'to make gloomy'}