Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
View word page
στυγνότης
gloominess, sullenness

ShortDef

gloominess, sullenness

Debugging

Headword:
στυγνότης
Headword (normalized):
στυγνότης
Headword (normalized/stripped):
στυγνοτης
IDX:
82217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82218
Key:

Data

{'content': 'gloominess, sullenness'}