Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
View word page
στυγνός
hated, abhorred, hateful

ShortDef

hated, abhorred, hateful

Debugging

Headword:
στυγνός
Headword (normalized):
στυγνός
Headword (normalized/stripped):
στυγνος
IDX:
82216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82217
Key:

Data

{'content': 'hated, abhorred, hateful'}