Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
View word page
στυγνοποιός
making sad
ShortDef
making sad
Debugging
Headword:
στυγνοποιός
Headword (normalized):
στυγνοποιός
Headword (normalized/stripped):
στυγνοποιος
IDX:
82215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82216
Key:
Data
{'content': 'making sad'}