Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
View word page
στυγνοποιέω
sadden, make gloomy

ShortDef

sadden, make gloomy

Debugging

Headword:
στυγνοποιέω
Headword (normalized):
στυγνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στυγνοποιεω
IDX:
82214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82215
Key:

Data

{'content': 'sadden, make gloomy'}