Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
στυλίσκος
View word page
στυγνία
sadness, gloom

ShortDef

sadness, gloom

Debugging

Headword:
στυγνία
Headword (normalized):
στυγνία
Headword (normalized/stripped):
στυγνια
IDX:
82213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82214
Key:

Data

{'content': 'sadness, gloom'}