Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίδιον
στυλίς
View word page
στυγνάζω
to look gloomy, be sorrowful
ShortDef
to look gloomy, be sorrowful
Debugging
Headword:
στυγνάζω
Headword (normalized):
στυγνάζω
Headword (normalized/stripped):
στυγναζω
IDX:
82212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82213
Key:
Data
{'content': 'to look gloomy, be sorrowful'}