Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
View word page
στύγημα
an abomination
ShortDef
an abomination
Debugging
Headword:
στύγημα
Headword (normalized):
στύγημα
Headword (normalized/stripped):
στυγημα
IDX:
82209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82210
Key:
Data
{'content': 'an abomination'}