Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
View word page
στυγέω
to hate, abominate, abhor

ShortDef

to hate, abominate, abhor

Debugging

Headword:
στυγέω
Headword (normalized):
στυγέω
Headword (normalized/stripped):
στυγεω
IDX:
82208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82209
Key:

Data

{'content': 'to hate, abominate, abhor'}