Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
View word page
στυγερώπης
of hateful look, horrible

ShortDef

of hateful look, horrible

Debugging

Headword:
στυγερώπης
Headword (normalized):
στυγερώπης
Headword (normalized/stripped):
στυγερωπης
IDX:
82207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82208
Key:

Data

{'content': 'of hateful look, horrible'}