Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
View word page
στυγερός
hated, abominated, loathed
ShortDef
hated, abominated, loathed
Debugging
Headword:
στυγερός
Headword (normalized):
στυγερός
Headword (normalized/stripped):
στυγερος
IDX:
82206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82207
Key:
Data
{'content': 'hated, abominated, loathed'}