Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
View word page
στυγάνωρ
hating a man

ShortDef

hating a man

Debugging

Headword:
στυγάνωρ
Headword (normalized):
στυγάνωρ
Headword (normalized/stripped):
στυγανωρ
IDX:
82205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82206
Key:

Data

{'content': 'hating a man'}