Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
στυγνοποιέω
View word page
στύβη
stuppa
ShortDef
stuppa
Debugging
Headword:
στύβη
Headword (normalized):
στύβη
Headword (normalized/stripped):
στυβη
IDX:
82204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82205
Key:
Data
{'content': 'stuppa'}